- αδικομάζωμα
- το, -ατοςη με άδικο τρόπο απόκτηση αγαθών: Αδικομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα (παροιμ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδικομάζωμα — το [αδικομαζώνω] πλούτη που αποκτήθηκαν με αδικίες και παρανομίες, παράνομος πλουτισμός … Dictionary of Greek
αδικομάζεμα — το [αδικομαζεύω] το αδικομάζωμα* … Dictionary of Greek
αδικομαζώνω — συγκεντρώνω πλούτη με αδικίες και παρανομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + μαζώνω. ΠΑΡ. αδικομάζωμα, αδικομάζωτος] … Dictionary of Greek